ακλισία

ακλισία
η (Α ἀκλισία) [ἄκλιτος]
έλλειψη κλίσης, απόκλισης προς το ένα ή προς το άλλο μέρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακλισία — η η ιδιότητα ορισμένων λέξεων να μην κλίνονται: Τα επιρρήματα παρουσιάζουν ακλισία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκλισίας — ἀκλισίᾱς , ἀκλισία indeclinability fem acc pl ἀκλισίᾱς , ἀκλισία indeclinability fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκλισίαν — ἀκλισίᾱν , ἀκλισία indeclinability fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκλιτος — η, ο (Α ἄκλιτος, ον) (στη γραμματική) αυτός που δεν κλίνεται μσν. ο πείσμων, ο δύσκαμπτος, άκαμπτος, ανένδοτος (Ιω. Κλίμ.) αρχ. 1. αυτός που δεν παρουσιάζει κλίση 2. ο σταθερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κλίνω. ΠΑΡ. ακλισία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”